- Δημήτερ'
- Δημήτερα , ΔημήτηρAus Lydienfem acc sgΔημήτερι , ΔημήτηρAus Lydienfem dat sgΔημήτερε , ΔημήτηρAus Lydienfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
КАЛАФ — • Calăthus, κάλαθος, также τάλαρος, похожая с виду на лилию корзина, предназначенная для женских работ, особенно для хранения пряжи и шерсти, но также и для плодов, цветов и т. п. У римлян это был qualus (ср. Horat. Od. 3, 12, 4) или… … Реальный словарь классических древностей
ALUMNA — epitheton Cereris, quod frugum beneficiô alantur homines, Martian. Capella l. 1. sive, ut ahi volunt, quod terra omnes nutriat. Orpheus in hymuis, Γῆ μῆτερ π᾿άντων, Δημήτερ πλουτοδόττιρα, Terra mater omnium, Ceres cuncta subministrans. Auctor… … Hofmann J. Lexicon universale
SEPTEMBER — quod septimus esset a Martio, quem principem anni constituerat Romulus, dictus est, teste Varrone de Lingua Lat. l. 5. ubi scribit, menses reliquos a Iunio ad Decembrem usque a numero dictos. Quem cum Senatus in Tiberii Aug. honorem Tiberium… … Hofmann J. Lexicon universale
εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
όργια — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους … Dictionary of Greek